Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Η αόρατη ανάγκη της συναισθηματικής ροής

... τί είπε τώρα ο άνθρωπος


Σήμερα ήρθαν οι γονείς μου στο σπίτι μου. Έφτασε 12μιση και ακούγονται ακόμα φωνές, δεν είναι από τους διπλανούς ούτε από τον δρόμο, είναι μέσα στο σπίτι μου αυτές οι φωνές. Σε λίγο θα κοιμηθώ και θα ακούγονται ακόμα. Και το καλύτερο, όταν θα ανοίξω αύριο τα βλέφαρά μου θα έχω έναν λόγο να σηκωθώ.
Δεν είναι και πολύ παράλογο να καταφέρνεις να τα βρίσκεις με τον εαυτό σου όταν περιβάλλεσαι από άλλους. Όλα γύρω σου μοιάζουν σαν μια αόρατη κουβέρτα που σε τυλίγει, οι κουβέντες που αιωρούνται σε νανουρίζουν. Δεν απέχει και πολύ το σκηνικό με την βρεφική σου ηλικία, τότε που όλα ήταν μαμ, κακά και νάνι.
Κάθε φορά που βρίσκομαι σε τέτοιο περιβάλλον παραδέχομαι την ανάγκη μου αυτή, να υπάρχει μια κίνηση συναισθημάτων, ακόμα και όταν εγώ νιώθω στείρα από δαύτα, να το μυρίζω στον αέρα. Όταν επιστρέφω στην πραγματικότητα μου, στο άδειο μου σπίτι, που δεν χωράνε εκεί αδυναμίες, θάβω τις ανάγκες μου αυτές. Μόνο καμιά νύχτα που πνίγομαι και δεν μπορώ να κοιμηθώ, όταν όλα έχουν σωπάσει πια, πάω και βάζω το πλυντήριο, παίρνω και μια κουβέρτα και κουλουριάζομαι. Αυτές τις νύχτες ένα τόσο κρύο πλάσμα από λαμαρίνα με παίρνει αγκαλιά και με νανουρίζει με αυτό το μονότονο τραγούδι.

Δεν είμαι πυροβολημένη, ζω μια πραγματική ζωη
Υ.Γ.: Όλα αυτά τα παραπάνω για τους γονείς μου ισχύουν μέχρι να αρχίσουν τα κουλά τους, να πάρω ανάποδες και να χαιρετιώμαστε στην πόρτα.