Βγήκε αργά τη νύχτα (μη τη δει κάνα εγγόνι της;) και πήρε τον δρόμο σταματόντας σε κάθε κάδο μήπως βρει τίποτα να περισώσει. Πήρε από εδώ κάτι ρουχαλάκια παιδικά που είχε αφήσει κάποιος στην άκρη, τα έβαλε στην τσάντα της και συνέχισε.
Κοιτούσε συνέχεια μη τυχόν περάσει κανείς, κι ήθελα να της πω "οι γνωστοί σου γιαγιά τέτοια ώρα αν δεν κοιμούνται κάνουν το ίδιο με σένα". Δεν μπορείς όμως να μη τη περιμένεις μια κάποια συστολή.
Αύριο το πρωί θα σηκωθεί, θα πλύνει τα ρουχαλάκια, θα τα σιδερώσει και θα τα πάει στη νύφη της. "Από μιας γνωστής μου το παιδί, που μεγάλωσε και δεν του κάνουν πια" θα της πει.
Κοιτούσε συνέχεια μη τυχόν περάσει κανείς, κι ήθελα να της πω "οι γνωστοί σου γιαγιά τέτοια ώρα αν δεν κοιμούνται κάνουν το ίδιο με σένα". Δεν μπορείς όμως να μη τη περιμένεις μια κάποια συστολή.
Αύριο το πρωί θα σηκωθεί, θα πλύνει τα ρουχαλάκια, θα τα σιδερώσει και θα τα πάει στη νύφη της. "Από μιας γνωστής μου το παιδί, που μεγάλωσε και δεν του κάνουν πια" θα της πει.
2 σχόλια:
εκεί καταντήσαμε :(
αποσπερίτη μου πού έχεις χαθεί? Στείλε email run.veran@gmail.com
Δημοσίευση σχολίου